-
1 ἐπιπταίρω
A sneeze at, υἱός μοι ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν he sneezed as I spoke the words (a good omen), Od.17.545, cf. h.Merc. 297, Nonn. D.7.107: metaph., to be gracious to, favour,Ἔρωτές τινι ἐπέπταρον Theoc.7.96
;ἀγαθός τις ἐ. ἐρχομένῳ Id.18.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπταίρω
См. также в других словарях:
επιπταίρω — ἐπιπταίρω (Α) [πταίρω] 1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾱσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) είμαι ευμενής … Dictionary of Greek